Δείτε επίσης: δίστιχο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάστιχο τα διάστιχα
      γενική του διαστίχου
διάστιχου
των διαστίχων
    αιτιατική το διάστιχο τα διάστιχα
     κλητική διάστιχο διάστιχα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάστιχο < μεσαιωνική ελληνική διάστιχο < δια- + στίχος + -ο < αρχαία ελληνική στίχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steygʰ- (περπατώ, βαδίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði̯a.sti.xo/ & /ˈðʝa.sti.xo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάστιχο ουδέτερο

  1. (τυπογραφία) το κενό ανάμεσα σε δύο συνεχόμενες σειρές ενός κειμένου, το μεταξύ τους διάστημα
  2. (τυπογραφία) ειδικό στοιχείο που χρησιμοποιούν στη στοιχειοθεσία για να μεγαλώνει το διάστημα ανάμεσα σε δύο στοίχους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία