στίχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στίχος | οι | στίχοι |
γενική | του | στίχου | των | στίχων |
αιτιατική | τον | στίχο | τους | στίχους |
κλητική | στίχε | στίχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στίχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στίχος < απώτατης αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- Δείτε και στοίχος, και το αρχαίο στείχω.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsti.xos/
- ομόηχο: στοίχος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στί‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στίχος αρσενικό
- γραμμή γραπτού κειμένου,
- ρυθμική ενότητα (ή «γραμμή») ποιήματος
- ⮡ στίχος ομοιοκατάληκτος, ανομοιοκατάλητκος
- ⮡ στίχος οξύτονος, παροξύτονος, προπαροξύτονος
- ⮡ Διαφορτικό το «στοίχος», που αφορά την ίσια γραμμή, όπως στη στοίχιση ανθρώπων, αντικειμένων αλλά όχι στίχων ποίησης.
- (κατ’ επέκταση) η ποιητική μορφή, η ποίηση
- ⮡ Διέπρεψε, και στην πεζογραφία, και στο στίχο.
- (πληθυντικός) το κείμενο, τα λόγια ενός τραγουδιού
- ⮡ Στο διαδίκτυο είναι εύκολο να βρεις τους στίχους οποιουδήποτε τραγουδιού.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
στιχ-
στιχ-
με θέμα στιχ-
- ακροστιχίδα
- ακρόστιχο
- απόστιχο
- δεκάστιχο, δεκάστιχος
- δεκατετράστιχο, δεκατετράστιχος
- διάστιχο
- διάστιχος
- δίστιχο, δίστιχος
- δωδεκάστιχο, δωδεκάστιχος
- εξάστιχο, εξάστιχος
- επτάστιχο, επτάστιχος
- εφτάστιχο, εφτάστιχος
- ημιστίχιο
- ημίστιχο
- κακόστιχος
- κατάστιχο & συγγενικά
- μακρόστιχος
- μισόστιχο
- μονόστιχο, μονόστιχος
- οκτάστιχο, οκτάστιχος
- ολιγόστιχος
- οχτάστιχο, οχτάστιχος
- πεντάστιχο, πεντάστιχος
- πολύστιχος
- στιχάκι
- στιχαρίθμηση
- στιχάρι
- στιχερό
- στιχηδόν
- στιχηρό
- στιχηρόν
- στιχηρός
- στιχογραφικός
- στιχογράφος
- στιχοδουλευτής
- στιχομαζέματα
- στιχομανής, στιχομανές
- στιχομανία
- στιχομετρία
- στιχομετρικός
- στιχόμετρο
- στιχομυθία
- στιχοπαίγνιο
- στιχοπλεγμένος
- στιχοπλέκτης
- στιχοπλοκή
- στιχοπλόκι
- στιχοπλοκία
- στιχοπλόκος
- στιχοποίηση
- στιχοποιία
- στιχοποιός
- στιχοποιώ, στιχοποιούμαι
- στιχουλάκι
- στιχούργημα
- στιχουργημένος
- στιχούργηση
- στιχουργία
- στιχουργικά (επίρρημα)
- στιχουργική
- στιχουργικός
- στιχουργικώς
- στιχουργός
- στιχουργώ, στιχουργούμαι
- στιχοπλόκος
- συρραφοστιχοπλόκος
- τετράστιχο, τετράστιχος
- τρίστιχο, τρίστιχος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μετρική, μέτρο & είδη μέτρων
- συλλαβή, πεντασύλλαβος, δεκαπεντασύλλαβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- στίχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στίχος | οἱ | στίχοι |
γενική | τοῦ | στίχου | τῶν | στίχων |
δοτική | τῷ | στίχῳ | τοῖς | στίχοις |
αιτιατική | τὸν | στίχον | τοὺς | στίχους |
κλητική ὦ! | στίχε | στίχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στίχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στίχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στίχος < μεταπτωτική βαθμίδα *stigʰ- για την < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ, βαδίζω) όπως απαντά στο στείχω. Δείτε και στοῖχος. [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στίχος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- στιχάς (θηλυκό, ποιητικός τύπος)
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
στιχ-
στιχ-
με θέμα στιχ-
- ἀκροστιχίς
- βραχύστιχος
- δεκάστιχος
- διστιχής
- διστιχία
- διστιχίασις
- δίστιχος
- ἑξάστιχος
- ἐπίστιχος
- εὐστιχία
- ἡμιστίχιον
- μονόστιχος
- ὀλιγοστιχία
- ὀλιγόστιχος
- ὁμοστιχάω
- παραστιχίδιον
- παραστιχίς
- πεντάστιχος
- περιστιχάω
- περιστίχες
- περιστιχίζω
- πολυστιχία
- πολύστιχος
- στιχαοιδός
- στιχάοιδος
- στιχάομαι
- στιχάριον
- στιχάς
- στιχάω
- στιχελεγεῖον
- στιχηδόν
- στιχήρης
- στιχηρός
- στιχίαμβος
- στιχίδιον
- στιχικός
- στίχινος
- Στιχίος
- στιχισμός
- στιχιστής
- στιχίζω
- στιχογράφος
- στιχολογέω
- στιχολογία
- στιχολόγος
- στιχομυθέω
- στιχομυθία
- στιχοπλανήτης
- στιχοπλόκος
- στιχοποιέω
- στιχοποιία
- στιχουργέω
- στιχούργημα
- στιχουργός
- στιχῳδός
- συστιχάομαι
- τετραστιχία
- τετράστιχος
- τριστιχία
- τρίστιχος
→ και δείτε τη λέξη στείχω και με γραφή στίχω
Δε σχετίζονται: στίχες, στίχιον.
Πηγές
επεξεργασία
- στίχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στίχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ «στίχος», «στοίχος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.