Δείτε επίσης: στοίχος, στοῖχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στίχος οι στίχοι
      γενική του στίχου των στίχων
    αιτιατική τον στίχο τους στίχους
     κλητική στίχε στίχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στίχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στίχος < απώτατης αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- Δείτε και στοίχος, και το αρχαίο στείχω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsti.xos/
ομόηχο: στοίχος
τυπογραφικός συλλαβισμός: στί‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στίχος αρσενικό

  1. γραμμή γραπτού κειμένου,
     συνώνυμα: αράδα
  2. ρυθμική ενότητα (ή «γραμμή») ποιήματος
    στίχος ομοιοκατάληκτος, ανομοιοκατάλητκος
    στίχος οξύτονος, παροξύτονος, προπαροξύτονος
    Διαφορτικό το «στοίχος», που αφορά την ίσια γραμμή, όπως στη στοίχιση ανθρώπων, αντικειμένων αλλά όχι στίχων ποίησης.
  3. (κατ’ επέκταση) η ποιητική μορφή, η ποίηση
    Διέπρεψε, και στην πεζογραφία, και στο στίχο.
  4. (πληθυντικός) το κείμενο, τα λόγια ενός τραγουδιού
    Στο διαδίκτυο είναι εύκολο να βρεις τους στίχους οποιουδήποτε τραγουδιού.

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
στιχ- 


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στίχος οἱ στίχοι
      γενική τοῦ στίχου τῶν στίχων
      δοτική τῷ στίχ τοῖς στίχοις
    αιτιατική τὸν στίχον τοὺς στίχους
     κλητική ! στίχε στίχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στίχω
γεν-δοτ τοῖν  στίχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στίχος < μεταπτωτική βαθμίδα *stigʰ- για την < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ, βαδίζω) όπως απαντά στο στείχω. Δείτε και στοῖχος. [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στίχος αρσενικό

  1. σειρά, αράδα στρατιωτών, δέντρων κ.λπ.
  2. σειρά, γραμμή ποιήματος ή πεζού

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
στιχ- 


→ και δείτε τη λέξη στείχω και με γραφή στίχω
Δε σχετίζονται: στίχες, στίχιον.

  Πηγές επεξεργασία

  1. «στίχος», «στοίχος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.