στίχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στίχος | οι | στίχοι |
γενική | του | στίχου | των | στίχων |
αιτιατική | τον | στίχο | τους | στίχους |
κλητική | στίχε | στίχοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στίχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στίχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steygʰ- (περπατώ, βαδίζω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsti.xos/
- ομόηχο: στοίχος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στί‐χος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στίχος αρσενικό
- γραμμή, αράδα γραπτού κειμένου, κυρίως ποιήματος. Συγχέεται με τον στοίχο, αλλά εκείνος αφορά την ίσια γραμμή στη "στοίχηση" ανδρών, αντικειμένων κ.λπ. και όχι την ποίηση
- (κατ' επέκταση) η ποιητική μορφή, η ποίηση
- ο τάδε διέπρεψε και στην πεζογραφία και στο στίχο
- (πληθυντικός) το κείμενο, τα λόγια ενός τραγουδιού
- στο διαδίκτυο είναι εύκολο να βρεις τους στίχους οποιουδήποτε τραγουδιού
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | στίχος | στίχω | στίχοι |
Γενική | στίχου | στίχοιν | στίχων |
Δοτική | στίχῳ | στίχοιν | στίχοις |
Αιτιατική | στίχον | στίχω | στίχους |
Κλητική | στίχε | στίχω | στίχοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στίχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steygʰ- (περπατώ, βαδίζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στίχος αρσενικό