στιχοπλόκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στιχοπλόκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στιχοπλόκος < αρχαία ελληνική στίχ(ος) + -ο- + -πλόκος (πλέκω) κατά το δολοπλόκος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sti.xoˈplo.kos/