Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈnem.bnef.stu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νέμπ‐νευ‐στου

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ανέμπνευστου αρσενικό ή ουδέτερο