Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sti.xuɾˈɣu/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

στιχουργού αρσενικό ή θηλυκό