Πλέκοντας μια κάλτσα.
Πλέκοντας ένα καλάθι.
Πλέκοντας μαλλιά.

Ετυμολογία

επεξεργασία

πλέκω (παθητική φωνή: πλέκομαι)

  1. φτιάχνω ένα αντικείμενο δημιουργώντας ένα πλέγμα ινών ή άλλου υλικού
    1. (ειδικότερα) φτιάχνω ένα μάλλινο ρούχο χρησιμοποιώντας βελόνες
        Η γιαγιά μου έπλεκε κάθε μέρα ένα μάλλινο πουλόβερ.
    2. φτιάχνω ένα δοχείο (καλάθι, κάνιστρο κ.λπ.) από βέργες ή ψάθα
  2. (μεταφορικά)
    1. πλέκω στίχους/μαντινάδες: συνθέτω ποίημα, στίχους τραγουδιού, μαντινάδα κλπ
    2. πλέκω το εγκώμιο (κάποιου): εγκωμιάζω

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

επεξεργασία