πλέκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλέκω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλέκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleḱ- (πλέκω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈple.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλέ‐κω
Ρήμα
επεξεργασίαπλέκω (παθητική φωνή: πλέκομαι)
- φτιάχνω ένα αντικείμενο δημιουργώντας ένα πλέγμα ινών ή άλλου υλικού
- (μεταφορικά)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλέκω | έπλεκα | θα πλέκω | να πλέκω | πλέκοντας | |
β' ενικ. | πλέκεις | έπλεκες | θα πλέκεις | να πλέκεις | πλέκε | |
γ' ενικ. | πλέκει | έπλεκε | θα πλέκει | να πλέκει | ||
α' πληθ. | πλέκουμε | πλέκαμε | θα πλέκουμε | να πλέκουμε | ||
β' πληθ. | πλέκετε | πλέκατε | θα πλέκετε | να πλέκετε | πλέκετε | |
γ' πληθ. | πλέκουν(ε) | έπλεκαν πλέκαν(ε) |
θα πλέκουν(ε) | να πλέκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έπλεξα | θα πλέξω | να πλέξω | πλέξει | ||
β' ενικ. | έπλεξες | θα πλέξεις | να πλέξεις | πλέξε | ||
γ' ενικ. | έπλεξε | θα πλέξει | να πλέξει | |||
α' πληθ. | πλέξαμε | θα πλέξουμε | να πλέξουμε | |||
β' πληθ. | πλέξατε | θα πλέξετε | να πλέξετε | πλέξτε | ||
γ' πληθ. | έπλεξαν πλέξαν(ε) |
θα πλέξουν(ε) | να πλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλέξει | είχα πλέξει | θα έχω πλέξει | να έχω πλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις πλέξει | είχες πλέξει | θα έχεις πλέξει | να έχεις πλέξει | έχε πλεγμένο | |
γ' ενικ. | έχει πλέξει | είχε πλέξει | θα έχει πλέξει | να έχει πλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλέξει | είχαμε πλέξει | θα έχουμε πλέξει | να έχουμε πλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε πλέξει | είχατε πλέξει | θα έχετε πλέξει | να έχετε πλέξει | έχετε πλεγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν πλέξει | είχαν πλέξει | θα έχουν πλέξει | να έχουν πλέξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πλεγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πλεγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πλεγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πλεγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλέκομαι | πλεκόμουν(α) | θα πλέκομαι | να πλέκομαι | ||
β' ενικ. | πλέκεσαι | πλεκόσουν(α) | θα πλέκεσαι | να πλέκεσαι | (πλέκου) | |
γ' ενικ. | πλέκεται | πλεκόταν(ε) | θα πλέκεται | να πλέκεται | ||
α' πληθ. | πλεκόμαστε | πλεκόμαστε πλεκόμασταν |
θα πλεκόμαστε | να πλεκόμαστε | ||
β' πληθ. | πλέκεστε | πλεκόσαστε πλεκόσασταν |
θα πλέκεστε | να πλέκεστε | (πλέκεστε) | |
γ' πληθ. | πλέκονται | πλέκονταν πλεκόντουσαν |
θα πλέκονται | να πλέκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλέχτηκα | θα πλεχτώ | να πλεχτώ | πλεχτεί | ||
β' ενικ. | πλέχτηκες | θα πλεχτείς | να πλεχτείς | πλέξου | ||
γ' ενικ. | πλέχτηκε | θα πλεχτεί | να πλεχτεί | |||
α' πληθ. | πλεχτήκαμε | θα πλεχτούμε | να πλεχτούμε | |||
β' πληθ. | πλεχτήκατε | θα πλεχτείτε | να πλεχτείτε | πλεχτείτε | ||
γ' πληθ. | πλέχτηκαν πλεχτήκαν(ε) |
θα πλεχτούν(ε) | να πλεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πλεχτεί | είχα πλεχτεί | θα έχω πλεχτεί | να έχω πλεχτεί | πλεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις πλεχτεί | είχες πλεχτεί | θα έχεις πλεχτεί | να έχεις πλεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πλεχτεί | είχε πλεχτεί | θα έχει πλεχτεί | να έχει πλεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πλεχτεί | είχαμε πλεχτεί | θα έχουμε πλεχτεί | να έχουμε πλεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πλεχτεί | είχατε πλεχτεί | θα έχετε πλεχτεί | να έχετε πλεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πλεχτεί | είχαν πλεχτεί | θα έχουν πλεχτεί | να έχουν πλεχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πλεγμένος - είμαστε, είστε, είναι πλεγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πλεγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πλεγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πλεγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πλεγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πλεγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πλεγμένοι |
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλέκω
Πηγές
επεξεργασία- πλέκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται grc)
θέμα πλοκ-
- πλοκός
- -πλοκος - Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πλοκος στο Βικιλεξικό
- -πλόκος - Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πλόκος στο Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- πλέκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλέκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.