Πλέκοντας μια κάλτσα.
 
Πλέκοντας ένα καλάθι.
 
Πλέκοντας μαλλιά.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλέκω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλέκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleḱ- (πλέκω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈple.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλέ‐κω

πλέκω (παθητική φωνή: πλέκομαι)

  1. φτιάχνω ένα αντικείμενο δημιουργώντας ένα πλέγμα ινών ή άλλου υλικού
    1. (ειδικότερα) φτιάχνω ένα μάλλινο ρούχο χρησιμοποιώντας βελόνες
      ⮡  Η γιαγιά μου έπλεκε κάθε μέρα ένα μάλλινο πουλόβερ.
    2. φτιάχνω ένα δοχείο (καλάθι, κάνιστρο κ.λπ.) από βέργες ή ψάθα
  2. (μεταφορικά)
    1. πλέκω στίχους/μαντινάδες: συνθέτω ποίημα, στίχους τραγουδιού, μαντινάδα κλπ
    2. πλέκω το εγκώμιο (κάποιου): εγκωμιάζω

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται grc)

θέμα πλοκ-