↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέμπλεκος η ξέμπλεκη το ξέμπλεκο
      γενική του ξέμπλεκου της ξέμπλεκης του ξέμπλεκου
    αιτιατική τον ξέμπλεκο την ξέμπλεκη το ξέμπλεκο
     κλητική ξέμπλεκε ξέμπλεκη ξέμπλεκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέμπλεκοι οι ξέμπλεκες τα ξέμπλεκα
      γενική των ξέμπλεκων των ξέμπλεκων των ξέμπλεκων
    αιτιατική τους ξέμπλεκους τις ξέμπλεκες τα ξέμπλεκα
     κλητική ξέμπλεκοι ξέμπλεκες ξέμπλεκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέμπλεκος < ξεμπλέκω < ξε + μπλέκω

  Επίθετο

επεξεργασία

ξέμπλεκος,η,ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία