Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμπλέκω < μεσαιωνική ελληνική < ξε + αρχαία ελληνική ἐμπλέκω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεμπλέκω, παθ. μτχ.: ξεμπλεγμένος

  1. λύνω ένα περίπλοκο πρόβλημα
    Να δω πώς θα ξεμπλέξω με τις τράπεζες και τα δάνεια
  2. βοηθώ κάποιον να ξεφύγει από μια περίπλοκη κατάσταση, τον απεμπλέκω
    Είδα κι έπαθα να του βρω δικηγόρο και να τον ξεμπλέξω, με τις παρέες που πήγε και έμπλεξε
  3. ξεμπερδεύω μαλλιά, νήματα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια