μπλέκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπλέκω < εμπλέκω
Ρήμα
επεξεργασίαμπλέκω
- Τά 'χω μπλέξει!
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπλέκω | έμπλεκα | θα μπλέκω | να μπλέκω | μπλέκοντας | |
β' ενικ. | μπλέκεις | έμπλεκες | θα μπλέκεις | να μπλέκεις | μπλέκε | |
γ' ενικ. | μπλέκει | έμπλεκε | θα μπλέκει | να μπλέκει | ||
α' πληθ. | μπλέκουμε | μπλέκαμε | θα μπλέκουμε | να μπλέκουμε | ||
β' πληθ. | μπλέκετε | μπλέκατε | θα μπλέκετε | να μπλέκετε | μπλέκετε | |
γ' πληθ. | μπλέκουν(ε) | έμπλεκαν μπλέκαν(ε) |
θα μπλέκουν(ε) | να μπλέκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έμπλεξα | θα μπλέξω | να μπλέξω | μπλέξει | ||
β' ενικ. | έμπλεξες | θα μπλέξεις | να μπλέξεις | μπλέξε | ||
γ' ενικ. | έμπλεξε | θα μπλέξει | να μπλέξει | |||
α' πληθ. | μπλέξαμε | θα μπλέξουμε | να μπλέξουμε | |||
β' πληθ. | μπλέξατε | θα μπλέξετε | να μπλέξετε | μπλέξτε | ||
γ' πληθ. | έμπλεξαν μπλέξαν(ε) |
θα μπλέξουν(ε) | να μπλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπλέξει | είχα μπλέξει | θα έχω μπλέξει | να έχω μπλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις μπλέξει | είχες μπλέξει | θα έχεις μπλέξει | να έχεις μπλέξει | ||
γ' ενικ. | έχει μπλέξει | είχε μπλέξει | θα έχει μπλέξει | να έχει μπλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπλέξει | είχαμε μπλέξει | θα έχουμε μπλέξει | να έχουμε μπλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε μπλέξει | είχατε μπλέξει | θα έχετε μπλέξει | να έχετε μπλέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπλέξει | είχαν μπλέξει | θα έχουν μπλέξει | να έχουν μπλέξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπλεγμένος - είμαστε, είστε, είναι μπλεγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπλεγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπλεγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπλεγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπλεγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπλεγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπλεγμένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπλέκομαι | μπλεκόμουν(α) | θα μπλέκομαι | να μπλέκομαι | ||
β' ενικ. | μπλέκεσαι | μπλεκόσουν(α) | θα μπλέκεσαι | να μπλέκεσαι | (μπλέκου) | |
γ' ενικ. | μπλέκεται | μπλεκόταν(ε) | θα μπλέκεται | να μπλέκεται | ||
α' πληθ. | μπλεκόμαστε | μπλεκόμαστε μπλεκόμασταν |
θα μπλεκόμαστε | να μπλεκόμαστε | ||
β' πληθ. | μπλέκεστε | μπλεκόσαστε μπλεκόσασταν |
θα μπλέκεστε | να μπλέκεστε | (μπλέκεστε) | |
γ' πληθ. | μπλέκονται | μπλέκονταν μπλεκόντουσαν |
θα μπλέκονται | να μπλέκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπλέχτηκα | θα μπλεχτώ | να μπλεχτώ | μπλεχτεί | ||
β' ενικ. | μπλέχτηκες | θα μπλεχτείς | να μπλεχτείς | μπλέξου | ||
γ' ενικ. | μπλέχτηκε | θα μπλεχτεί | να μπλεχτεί | |||
α' πληθ. | μπλεχτήκαμε | θα μπλεχτούμε | να μπλεχτούμε | |||
β' πληθ. | μπλεχτήκατε | θα μπλεχτείτε | να μπλεχτείτε | μπλεχτείτε | ||
γ' πληθ. | μπλέχτηκαν μπλεχτήκαν(ε) |
θα μπλεχτούν(ε) | να μπλεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μπλεχτεί | είχα μπλεχτεί | θα έχω μπλεχτεί | να έχω μπλεχτεί | μπλεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις μπλεχτεί | είχες μπλεχτεί | θα έχεις μπλεχτεί | να έχεις μπλεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μπλεχτεί | είχε μπλεχτεί | θα έχει μπλεχτεί | να έχει μπλεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μπλεχτεί | είχαμε μπλεχτεί | θα έχουμε μπλεχτεί | να έχουμε μπλεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μπλεχτεί | είχατε μπλεχτεί | θα έχετε μπλεχτεί | να έχετε μπλεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μπλεχτεί | είχαν μπλεχτεί | θα έχουν μπλεχτεί | να έχουν μπλεχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπλεγμένος - είμαστε, είστε, είναι μπλεγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπλεγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπλεγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπλεγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπλεγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπλεγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπλεγμένοι |