Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπλέκω < εμπλέκω

  ΡήμαΕπεξεργασία

μπλέκω

  1. εμπλέκω
  2. μπερδεύομαι
Τά 'χω μπλέξει!

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία