complicate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | complicate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | complicates |
αόριστος | complicated |
παθητική μετοχή | complicated |
ενεργητική μετοχή | complicating |
Ρήμα
επεξεργασίαcomplicate (en)
- μπλέκω, περιπλέκω
- ⮡ His refusal complicated the situation.
- Η άρνησή του έμπλεξε την κατάσταση.
- ⮡ This complicates things.
- Αυτό περιπλέκει την κατάσταση.
- ⮡ The issue is complicated by his refusal.
- Το θέμα περιπλέκεται από την άρνησή του.
- ⮡ His refusal complicated the situation.