ενεστώτας complicate
γ΄ ενικό ενεστώτα complicates
αόριστος complicated
παθητική μετοχή complicated
ενεργητική μετοχή complicating

complicate (en)

  • μπλέκω, περιπλέκω
    ⮡  His refusal complicated the situation.
    Η άρνησή του έμπλεξε την κατάσταση.
    ⮡  This complicates things.
    Αυτό περιπλέκει την κατάσταση.
    ⮡  The issue is complicated by his refusal.
    Το θέμα περιπλέκεται από την άρνησή του.