complicated
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | complicated |
συγκριτικός | more complicated |
υπερθετικός | most complicated |
complicated (en)
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
complicated (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του complicate