Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kəmˈplɛks/

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός complex
συγκριτικός more complex
υπερθετικός most complex

complex (en)

  1. περίπλοκος, πολύπλοκος
    ⮡  a complex situation - περίπλοκη κατάσταση
    ⮡  a complex case - πολύπλοκη υπόθεση
     συνώνυμα:  complicated, convoluted και involved
  2. μιγαδικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɑmplɛks/ (στις ΗΠΑ), /ˈkɒmplɛks/ (στο Ηνωμένο Βασίλειο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
complex complexes

complex (en)