complex
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | complex |
συγκριτικός | more complex |
υπερθετικός | most complex |
complex (en)
- περίπλοκος, πολύπλοκος, σύνθετος
- ⮡ a complex situation - περίπλοκη κατάσταση
- ⮡ a complex case - πολύπλοκη υπόθεση
- ⮡ The recovery of the Greek economy is a complex matter.
- Η ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας είναι ένα σύνθετο πρόβλημα.
- ≈ συνώνυμα: complicated, convoluted και involved
- μιγαδικός