μιγαδικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μιγαδικός αρσενικό
- ο συσχετιζόμενος με τους μιγάδες
- (μαθηματικά) αριθμός που έχει πραγματικό και φανταστικό μέρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μιγαδικός
- μ(ε)ικτός
![]() |
μιγαδικός αρσενικό
μιγαδικός