πολύπλοκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πολύπλοκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύπλοκος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈli.plo.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐πλο‐κος
Επίθετο
επεξεργασία
πολύπλοκος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
πολύπλοκος, -ος, -ον
- που έχει πολλές περιελίξεις ή πλέξεις, συνεστραμμένος
- (μεταφορικά) πολύπλοκος, περίπλοκος πολύ μπερδεμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυπλοκία
- → δείτε τους όρους πολύς, -πλοκος και πλέκω
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- πολύπλοκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύπλοκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.