περιέλιξη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περιέλιξη < περιέλιξις (< περι- + ἕλιξις) < αρχαία ελληνική περιελίσσω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περιέλιξη θηλυκό
- ελικοειδής περιστροφή ενός μακρόστενου αντικειμένου γύρω από κάτι άλλο
- (ειδικότερα) περιστροφή ειδικού μονωμένου σύρματος ώστε να δημιουργηθούν σπείρες
- (καταχρηστικά) η μία από τις σπείρες
- (συνεκδοχικά) η εργασία για αυτήν την περιστροφή