περιελίσσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιελίσσω < αρχαία ελληνική περιελίσσω < περί + ἑλίττω / ἑλίσσω
Ρήμα επεξεργασία
περιελίσσω
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιελίσσω
|
περιελίσσω
|