ελικοειδής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελικοειδής < ελληνιστική κοινή ἑλικοειδής < ἕλιξ + εἶδος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.li.kɔ.i.ˈðis/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ελικοειδής
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- σπειροειδής
- και → δείτε τη λέξη οφιοειδής
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έλικα