εἶδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εἶδος | τὰ | εἴδη - εἴδεᾰ |
γενική | τοῦ | εἴδους - εἴδεος | τῶν | εἰδῶν - εἰδέων |
δοτική | τῷ | εἴδει - εἴδεῐ̈ | τοῖς | εἴδεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | εἶδος | τὰ | εἴδη - εἴδεα |
κλητική ὦ! | εἶδος | εἴδη - εἴδεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἴδει - εἴδεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰδοῖν - εἰδέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἶδος < θέμα Ϝειδ- (δείτε και οἶδα < Ϝοιδ-) < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéydos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἶδος ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εἶδος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εἶδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἶδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.