οἶδα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οἶδα < Ϝοιδ- κατά ετεροίωση από το θέμα Ϝειδ- του ρήματος εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wóyde < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω). Συγγενή: λατινική video ( < γαλλική voir), πρωτογερμανική *witaną < γερμανική wissen → και δείτε την Κατηγορία της ρίζας *weyd- [1]
Ρήμα
επεξεργασίαοἶδα παρακείμενος με ενεστωτική χρήση
Συνώνυμα
επεξεργασίαπαράγωγα
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
ετυμολογικό πεδίο
oἰδ-, εἰδ-, ἰδ-
oἰδ-, εἰδ-, ἰδ-
θέμα εἰδ- |
θέμα ἰδ- |
Σημειώσεις
επεξεργασία- Παρακείμενος με σημασία ενεστώτα. Αρχικά ήταν ο παρακείμενος του ρήματος εἴδω (βλέπω, γνωρίζω), το οποίο όμως σταδιακά έπαψε να χρησιμοποιείται στον ενεστώτα και τη θέση του στο χρόνο αυτό πήρε το μεν ὁράω για την έννοια του «βλέπω», το δε οἶδα για την έννοια του «γνωρίζω».
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- οἶδα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἶδα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.