ἰστέον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαἰστέον αρσενικό-ος θηλυκό-α
- πρέπει να γνωρίζεις ή να γνωρίζετε
- ἰστέον ότι διαφέρει το βαρβαρίζειν του σολοικίζειν...[1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό, C 721, 49