εἴδησις
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εἴδησῐς | αἱ | εἰδήσεις |
γενική | τῆς | εἰδήσεως | τῶν | εἰδήσεων |
δοτική | τῇ | εἰδήσει | ταῖς | εἰδήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | εἴδησῐν | τὰς | εἰδήσεις |
κλητική ὦ! | εἴδησῐ | εἰδήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰδήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰδησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εἴδησις < θέμα εἰδ-' (< οἶδα < Ϝοιδ- κατά ετεροίωση όπως στο απαρέμφατο εἰδέναι -δείτε και το θέμα Ϝειδ- του ρήματος εἴδω-) + (η)σις [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εἴδησις θηλυκό
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «είδηση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- εἴδησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.