• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εἶδον

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : είδα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρηματικός τύπος
      • 1.2.1 Συγγενικά
    • 1.3 Κλίση

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
εἶδον < ρίζα Fειδ και Fιδ από το εἴδω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd (βλέπω)

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εἶδον

  1. α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής αορίστου β΄ ενεργητικής φωνής του ὁράω
  2. γ΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής αορίστου β΄ ενεργητικής φωνής του ὁράω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • εἶδος
  • εἰδήμων
  • εἰδύλλιον
  • εἴδησις
  • εἴδωλον
  • εἰδότως

Κλίση

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  ὁράω
  1. ↑ που αλληλοσυμπληρώνει τους χρόνους του με του ὁράω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εἶδον&oldid=7090975"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Μαρτίου 2025, στις 02:14

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Français
    • Italiano
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Μαρτίου 2025, στις 02:14.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας