Δείτε επίσης: νέον

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νέο τα νέα
      γενική του νέου των νέων
    αιτιατική το νέο τα νέα
     κλητική νέο νέα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

νέο < από το ουδέτερο του επιθέτου νέος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

νέο ουδέτερο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία