μαντάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαντάτο | τα | μαντάτα |
γενική | του | μαντάτου | των | μαντάτων |
αιτιατική | το | μαντάτο | τα | μαντάτα |
κλητική | μαντάτο | μαντάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαντάτο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαντᾶτον < ελληνιστική κοινή μανδᾶτον < λατινική mandatum[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /manˈda.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ντά‐το
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαντάτο ουδέτερο
- (οικείο) η είδηση, το νέο (συχνά, για δυσάρεστη είδηση)
- ※ Τρεῖς μέρες κάνουν πόλεμο, τρεῖς μέρες και τρεῖς νύχτες,χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, χωρίς κἄνα μαντᾶτο (κλέφτικο τραγούδι του 1821)
- ※ Μη πετάει φτερό στο πέλαγο
και μαντάτο απ’ την Αθήνα.
Τι να θυμηθώ απ’ τα μάτια σου
που ‘χω να τα δω ένα μήνα.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Τι να θυμηθώ, (2000) Απόστολος Ρίζος, στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης, σύνθεση: Νίκος Ζούδιαρης, album: Ένας κύκνος κλαίει.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μαντάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας