↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλέφτικος η κλέφτικη το κλέφτικο
      γενική του κλέφτικου της κλέφτικης του κλέφτικου
    αιτιατική τον κλέφτικο την κλέφτικη το κλέφτικο
     κλητική κλέφτικε κλέφτικη κλέφτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλέφτικοι οι κλέφτικες τα κλέφτικα
      γενική των κλέφτικων των κλέφτικων των κλέφτικων
    αιτιατική τους κλέφτικους τις κλέφτικες τα κλέφτικα
     κλητική κλέφτικοι κλέφτικες κλέφτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλέφτικος < κλέφτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkle.fti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλέ‐φτι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

κλέφτικος, -η, -ο

  1. που έχει σχέση με τους Κλέφτες, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτούς
  2. (χορός) ο τσάμικος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη κλέφτικο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλέφτικος < αρχαία ελληνική κλεπτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κλέφτικος, -η, -ον

  1. παράνομος
  2. δόλιος