πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δόλιος η δόλια το δόλιο
      γενική του δόλιου της δόλιας του δόλιου
    αιτιατική τον δόλιο τη δόλια το δόλιο
     κλητική δόλιε δόλια δόλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δόλιοι οι δόλιες τα δόλια
      γενική των δόλιων των δόλιων των δόλιων
    αιτιατική τους δόλιους τις δόλιες τα δόλια
     κλητική δόλιοι δόλιες δόλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

δόλιος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

δόλιος, -α, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία