ενικός         πληθυντικός  
pauvre pauvres

  Επίθετο

επεξεργασία

pauvre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φτωχός
  2. καημένος, φουκαράς, ταλαίπωρος, κακομοίρικος, καψερός, δόλιος