Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καψερός η καψερή το καψερό
      γενική του καψερού της καψερής του καψερού
    αιτιατική τον καψερό την καψερή το καψερό
     κλητική καψερέ καψερή καψερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καψεροί οι καψερές τα καψερά
      γενική των καψερών των καψερών των καψερών
    αιτιατική τους καψερούς τις καψερές τα καψερά
     κλητική καψεροί καψερές καψερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καψερός < μεσαιωνική ελληνική καψερός[1] < κάψα + -ερός < αρχαία ελληνική καίω

  Επίθετο επεξεργασία

καψερός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Ίσως από τοπικά έθιμα να καίνε επί Τουρκοκρατίας μέρος του σώματός τους σε ένδειξη πένθους