κάψα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάψα | οι | κάψες |
γενική | της | κάψας | των | καψών |
αιτιατική | την | κάψα | τις | κάψες |
κλητική | κάψα | κάψες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- κάψα < μεσαιωνική ελληνική κάψα < καψ(ώνω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάψα θηλυκό
- η μεγάλη ζέστη
- (μεταφορικά) έντονη ερωτική επιθυμία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καίω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- κάψα < μεσαιωνική ελληνική κάψα < λατινική capsa ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική capsule)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάψα θηλυκό
- σκεύος από λεπτή πορσελάνη για την παρασκευή φαρμακευτικών ή άλλων σκευασμάτων, από τα βασικότερα εργαλεία σε ένα χημικό εργαστήριο
- Κάθε φαρμακείο υποχρεούται να είναι εφοδιασμένο με τα εξής: …ιγδία πορσελάνης, λαβίδες, σπαθίδες, κάψες, χωνιά… (ΠΔ 312, 16-9-1992)
- (ανατομία) το λεπτό περίβλημα / υμένας ή ινώδης ιστός που περιβάλλει τα ζωτικά όργανα
- (βοτανική) πολύσπερμος καρπός με ξηρό περικάρπιο
- (τεχνολογία) εξάρτημα μικροφώνου