κάψουλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάψουλα | οι | κάψουλες |
γενική | της | κάψουλας | των | καψουλών |
αιτιατική | την | κάψουλα | τις | κάψουλες |
κλητική | κάψουλα | κάψουλες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάψουλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική capsula < λατινική capsula < capsa < capio < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂pyé- / *kh₂pi-. Δείτε και καψούλα, καψούλι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.psu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐ψου‐λα
- τονικό παρώνυμο: καψούλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάψουλα θηλυκό
- (φαρμακευτική) θήκη με κυλινδρικό, σφαιρικό ή ωοειδές σχήμα που περιέχει φάρμακο
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε θήκη που περιέχει μια ποσότητα από κάποιο υλικό
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε θήκη που περιέχει κάποιο αντικείμενο ή οργανισμό για να προστατευθεί από το περιβάλλον