Δείτε επίσης: καψούλα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάψουλα οι κάψουλες
      γενική της κάψουλας των καψουλών
    αιτιατική την κάψουλα τις κάψουλες
     κλητική κάψουλα κάψουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάψουλα θηλυκό

  1. (φαρμακευτική) θήκη με κυλινδρικό, σφαιρικό ή ωοειδές σχήμα που περιέχει φάρμακο
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε θήκη που περιέχει μια ποσότητα από κάποιο υλικό
  3. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε θήκη που περιέχει κάποιο αντικείμενο ή οργανισμό για να προστατευθεί από το περιβάλλον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία