Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
capsula
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ιταλικά
(it)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
2
Λατινικά
(la)
2.1
Ετυμολογία
2.2
Ουσιαστικό
2.2.1
Απόγονοι
Ιταλικά
(it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
capsula
<
λατινική
capsula
<
capsa
+
-ula
ΑΠΟΓΟΝΟΙ
:
↷
νέα ελληνικά
:
κάψουλα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈkap.su.la
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
capsula
θηλυκό
κάψουλα
κορόνα
δοντιού
Λατινικά
(la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
capsula
<
caps(a)
+
υποκοριστικό
επίθημα
-ula
.
Δείτε
capio
Ουσιαστικό
επεξεργασία
capsula
θηλυκό
μικρή θήκη
Απόγονοι
επεξεργασία
capsula
(
λατινικά
)
↷
αγγλικά
:
capsule
↷
γαλλικά
:
capsule
→
ισπανικά
:
cápsula
→
ιταλικά
:
capsula
↷
νέα ελληνικά
:
κάψουλα
↷
ρωσικά
:
капсула
(
kápsula
)