δόντι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δόντι | τα | δόντια |
γενική | του | δοντιού | των | δοντιών |
αιτιατική | το | δόντι | τα | δόντια |
κλητική | δόντι | δόντια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δόντι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δόντιον < ελληνιστική κοινή ὀδόντιον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὀδούς (θέμα ὀδοντ- < πρωτοελληνική *odónts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃dónts (δόντι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðon.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐ντι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδόντι ουδέτερο
- (ανατομία, οδοντιατρική) καθένα από τα οστά της κοιλότητας του στόματος των ανθρώπων, αλλά και των θηλαστικών γενικότερα, τα οποία φυτρώνουν στις σιαγόνες και χρησιμεύουν κυρίως στον τεμαχισμό και το μάσημα της τροφής
- αιχμηρή και συνήθως σκληρή προεξοχή αντικειμένου, το οδόντωμα
- (μεταφορικά, προφορικό) το μέσο άσκησης επιρροής
- ↪ έχει δόντι
Εκφράσεις
επεξεργασία- δείχνω τα δόντια (μου)
- έξω απ' τα δόντια
- οδόντα αντί οδόντος
- (οπλισμένος) μέχρι τα δόντια
- τρίζω τα δόντια
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
δοντ- οδοντ-
δοντ- οδοντ-
- οδοντο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδοντο- στο Βικιλεξικό
- Όροι που αρχίζουν με οδοντ-, Όροι με οδοντ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
όπως
- αγκυλοδοντία
- αγριόδοντος
- αδόντιαστος
- αναριοδόντης
- ανισοδοντία
- αραιοδόντης, αραιοδόντα
- αραιοδοντία
- αραιοδόντικος
- αριοδόντης
- αριοδόντικος
- ασκημοδόντης, ασκημοδόντα
- ασκημοδόντικος
- ασπροδόντης, ασπροδόντα
- ασπροδόντικος
- γιγαντοδόντης, γιγαντοδόντα
- γιγαντοδόντικος
- γλωσσοδοντικός
- διπλοδοντικός
- δοντάκι
- δοντάρα
- δοντάς, δοντού
- δοντιά
- δοντιάζω
- δοντόπονος
- δοντόνυχα (πληθυντικός)
- δοντοτρίξιμο
- δοντωτός
- ελεφαντόδοντας
- ελεφαντόδοντο
- ενδοδοντία
- κουτσοδόντης, κουτσοδόντα / κουτσοδόντισσα
- κουτσοδόντικος
- κουφιοδόντης, κουφιοδόντα
- κουφιοδόντικος
- κουφοδόντης, κουφοδόντα
- κουφοδόντικος
- κυνόδοντας
- μακροδόντης, μακροδόντα
- μακροδόντικος
- Μαστόδοντα
- μεσοδοντικός
- μικροδόντης, μικροδόντα
- μικροδόντικος
- μονοδοντάς
- μονοδόντης, μονοδόντα / μονοδοντού
- μονοδόντικος
- μονόδοντος
- ξεδόντης
- ξεδοντιάζω, ξεδοντιάζομαι
- ξεδοντιάρης, ξεδοντιάρα
- ξεδοντιάρικος
- ξεδόντιασμα
- ξεδοντιασμένος
- οδοντικός
- οδοντίνη
- οδοντίτιδα
- οδοντοειδής, οδοντοειδές
- οδόντωμα
- οδόντωση
- οδοντωτός
- ορθοδοντία
- ορθοδοντική
- παιδοδοντία
- παιδοδοντική
- παροδοντίτιδα
- περιοδόντιο & συγγενικά
- πονόδοντος
- πριονόδοντο
- πυκνοδόντης, πυκνοδόντα
- πυκνοδόντικος
- ριζοδόντι
- ριζοδοντιά
- ριζοδοντιάζω
- ριζόδοντο
- σαπιοδόντης, σαπιοδόντα
- σαπιοδόντικος
- σκυλοδόντης, σκυλοδόντα / σκυλοδοντού
- σκυλοδόντικος
- σκυλόδοντο
- στραβοδόντης, στραβοδόντα
- στραβοδόντικος
- τιγρόδοντο
- τρίδοντος
- τσαποδόντης, τσαποδόντα
- τσαποδόντικος
- τσαπόδοντο
- φατνιοδοντικός
- φατνοοδοντικός
- φιδόδοντο
- χαυλιόδοντας
- χαυλιόδοντο
- χειλοδοντικός
- χτενόδοντο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- δόντι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία δόντι
προεξοχή σαν δόντι
προφορικός όρος για το μέσο επιρροής
|
Πηγές
επεξεργασία- δόντι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δόντι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- → δείτε και το αρχαίο ὀδούς