σιαγόνα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιαγόνα | οι | σιαγόνες |
γενική | της | σιαγόνας | των | σιαγόνων |
αιτιατική | τη | σιαγόνα | τις | σιαγόνες |
κλητική | σιαγόνα | σιαγόνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σιαγόνα < αρχαία ελληνικήσιαγών
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.aˈɣo.na/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σιαγόνα θηλυκό
- η γνάθος
- μηχανισμός των φρένων του αυτοκινήτου
- μηχανισμός της τανάλιας
- μηχανισμός διάφορων εργαλείων που συσφίγγουν