Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιαγόνα οι σιαγόνες
      γενική της σιαγόνας των σιαγόνων
    αιτιατική τη σιαγόνα τις σιαγόνες
     κλητική σιαγόνα σιαγόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιαγόνα < αρχαία ελληνικήσιαγών
 
Ανθρώπινη σιαγόνα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.aˈɣo.na/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιαγόνα θηλυκό

  1. (ανατομία) η γνάθος
  2. (μεταφορικά) μηχανισμός διάφορων εργαλείων που συσφίγγουν κάτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία