• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

συσφίγγω

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συσφίγγω < ελληνιστική κοινή συσφίγγω < σύν + αρχαία ελληνική σφίγγω

  ΡήμαΕπεξεργασία

συσφίγγω (παθητική φωνή: συσφίγγομαι)

  1. σφίγγω και συνδέω γερά δυο πράγματα
  2. (μεταφορικά) ισχυροποιώ, δένω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • συσφικτήρας / συσφιγκτήρας
  • σύσφιξη / σύσφιγξη
  • → δείτε τη λέξη σφίγγω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    συσφίγγω
  • αγγλικά : clamp (en), clasp (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συσφίγγω&oldid=3531739"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Αυγούστου 2015, στις 05:57

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Αυγούστου 2015, στις 05:57.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie