γερά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
γερά < γερός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
γερά
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τις μαζεύω γερά → βλέπε έκφραση: τρώω ξύλο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
γερά
- γερό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού