σταθερά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sta.θeˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐θε‐ρά
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
σταθερά < σταθερ(ός) + επίθημα για επιρρήματα -ά
Επίρρημα επεξεργασία
σταθερά
- με σταθερό τρόπο ή ρυθμό, με σταθερότητα
- ↪ προχωράει αργά αλλά σταθερά
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταθερά | οι | σταθερές |
γενική | της | σταθεράς | των | σταθερών |
αιτιατική | τη | σταθερά | τις | σταθερές |
κλητική | σταθερά | σταθερές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- σταθερά< ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σταθερός από την αρχαία κλίση ὁ σταθερός (αρσενικό), ἡ σταθερά (θηλυκό), τὸ σταθερόν (ουδέτερο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταθερά θηλυκό
- κάτι που παραμένει σταθερό
- ↪ Η φιλία τους ήταν μια σταθερά στη ζωή τους όλα αυτά τα χρόνια.
- (μαθηματικά) ποσότητα που παραμένει αμετάβλητη
- (πληροφορική) constant: μοιάζει με την μεταβλητή, αλλά η τιμή που λαμβάνει μένει αμετάβλητη κατά την εκτέλεση του προγράμματος. Συνήθως το όνομά της είναι με κεφαλαία γράμματα. Η σταθερά χρησιμεύει στο ευανάγνωστο, στην αποσφαλμάτωση και στη συντήρηση ενός μεγάλου πηγαίου κώδικα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- σταθερά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σταθερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (σταθερό) του σταθερός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
- στᾰθερά [στᾰθερᾰ]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (σταθερόν) του σταθερός
- στᾰθερά [στᾰθερᾱ]
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σταθερός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του σταθερός