↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμετάβλητος η αμετάβλητη το αμετάβλητο
      γενική του αμετάβλητου της αμετάβλητης του αμετάβλητου
    αιτιατική τον αμετάβλητο την αμετάβλητη το αμετάβλητο
     κλητική αμετάβλητε αμετάβλητη αμετάβλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμετάβλητοι οι αμετάβλητες τα αμετάβλητα
      γενική των αμετάβλητων των αμετάβλητων των αμετάβλητων
    αιτιατική τους αμετάβλητους τις αμετάβλητες τα αμετάβλητα
     κλητική αμετάβλητοι αμετάβλητες αμετάβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμετάβλητος < αρχαία ελληνική ἀμετάβλητος < μεταβάλλω < βάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

αμετάβλητος

  1. που δεν έχει μεταβληθεί ή δεν μπορεί να μεταβληθεί
  2. (πληροφορική) για δομή δεδομένων, η οποία δεν μπορεί να τροποποιηθεί (αφού της έχει γίνει ανάθεση τιμής) παρά μόνο αν γίνει αντικατάσταση της τιμής της (overwriting)
    η δομή δεδομένων πλειάδα (tuple) είναι αμετάβλητη (immutable) γιατί δεν μπορούν να προσθαφαιρεθούν στοιχεία, αλλά ούτε και να τροποποιηθούν τα ήδη υπάρχοντα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία