αμετάβλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμετάβλητος < αρχαία ελληνική ἀμετάβλητος < μεταβάλλω < βάλλω
Επίθετο
επεξεργασίααμετάβλητος
- που δεν έχει μεταβληθεί ή δεν μπορεί να μεταβληθεί
- (πληροφορική) για δομή δεδομένων, η οποία δεν μπορεί να τροποποιηθεί (αφού της έχει γίνει ανάθεση τιμής) παρά μόνο αν γίνει αντικατάσταση της τιμής της (overwriting)
- η δομή δεδομένων πλειάδα (tuple) είναι αμετάβλητη (immutable) γιατί δεν μπορούν να προσθαφαιρεθούν στοιχεία, αλλά ούτε και να τροποποιηθούν τα ήδη υπάρχοντα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμετάβλητος