Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

overwrite < over- (επάνω) + write (γράφω)

  Προφορά Επεξεργασία

 

  Ρήμα Επεξεργασία

overwrite (en)

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  • overwrite στην αγγλική Βικιπαίδεια