αναλλοίωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλλοίωτος < αρχαία ελληνική ἀναλλοίωτος < ἀλλοιόω / ἀλλοιῶ < ἄλλος < πρωτοελληνική *áľľos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos < *h₂el- (άλλος) (& σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inaltérable)
Επίθετο
επεξεργασίααναλλοίωτος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αναλλοίωτα
- → δείτε τις λέξεις αλλοιώνω και άλλος