Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀλλοιόω < ἀλλοῖος < ἄλλος

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀλλοιόω   ἀλλοιοῦμαι 
Παρατατικός  ἠλλοίουν   ἠλλοιούμην 
Μέλλοντας  ἀλλοιώσω   ἀλλοιώσομαι και ἀλλοιωθήσομαι 
Αόριστος  ἠλλοίωσα   ἠλλοίωμαι 
Παρακείμενος  ἠλλοιώμην 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

ἀλλοιόω και συνηρημένο ἀλλοιῶ

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ἀλλοῖον τινα ποιῶ
  • ἀλλοῖος εἰμί