ἄλλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἄλλος < πρωτοελληνική *áľľos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos < *h₂el- (άλλος)
Αντωνυμία
επεξεργασίαἄλλος ( & ἀλλοῖος κυπριακός τύπος αἶλος, ιωνικός τύπος πληθυντικού ὧλλοι)
- αόριστη και επιμεριστική, που στη χρήση προσομοιάζει σε επίθετο μερικές φορές, διάφορος, άλλος
- παράδοξος, λανθασμένος, απατηλός, άδικος ή ό,τι άλλο εννοείται από το αντίθετο
- ἄλλα τῶν δικαίων (δηλαδή άδικα)
- επιπλέον
- πέμπτος ποταμὸς ἄλλος (και πέμπτο ποτάμι, άλλο από τα προηγουμενα τέσσερα δηλαδή)
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ἄλλος | ἄλλη | ἄλλο | ἄλλοι | ἄλλαι | ἄλλᾰ |
Γενική | ἄλλου | ἄλλης | ἄλλου | ἄλλων | ἄλλων | ἄλλων |
Δοτική | ἄλλῳ | ἄλλῃ | ἄλλῳ | ἄλλοις | ἄλλαις | ἄλλοις |
Αιτιατική | ἄλλον | ἄλλην | ἄλλο | ἄλλους | ἄλλᾱς | ἄλλᾰ |
Κλητική | ἄλλε | ἄλλη | ἄλλο | ἄλλοι | ἄλλαι | ἄλλᾰ |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἄλλω | ἄλλᾱ | ||||
Γενική-Δοτική | ἄλλοιν | ἄλλαιν |
Συγγενικά
επεξεργασία- ἄλλοθεν, ἀλλαχόθεν
- ἀλλαχῇ, ἀλλαχοῦ, ἀλλαχόθι
- ἀλλαχόσε
- ἄλλην σε άλλο μέρος, ἄλλῃ, με άλλο τρόπο
- ἄλλοθι
- ἄλλοσε και ἄλλυδις
- ἄλλοτε και ἄλλοκα (χρονικό)
- ἄλλως
- ἀλλά
- ἀλλάσσω και ἀλλάττω
- ἀλλαγή, ἄλλαγμα
- ἀλλακτέον, ἀλλακτικός,ή,όν
- ἀλλήλων (χωρίς ονομαστική, με αναδιπλασιασμό του ἄλλος)
- ἀλληλοκτόνοι, ἀλληλοκτονέω
Σύνθετα
επεξεργασία
|
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἄλλα ἄλλα λέγει (ο καθένας το κοντό του και το μακρύ του, άλλα λέει ο ένας, άλλα ο άλλος)
- ἄλλος καὶ ἄλλος (ένας και μετά δεύτερος, ή κάνας-δύο το πολύ)
- πρὸς ἄλλὡ καὶ ἄλλὡ σημείω (διάσπαρτα, σε διάφορα σημεία)
- ἄλλος ἄλλος τρόπος (ολωσδιόλου διαφορετικός, για έμφαση)
- τἆλλα (τα υπόλοιπα)
- τὸν ἄλλον χρόνον (τον υπόλοιπο χρόνο) όμως τῷ ἄλλῳ ἔτει (ο επόμενος χρόνος)