Δείτε επίσης: αλλόφρων

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλλόφρων < ἄλλος + -φρων (φρην)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλλόφρων αρσενικό ή θηλυκό, γεν.̈́ ἀλλόφρονος