σκέπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκέπτομαι.[1] Συγκρίνετε με το σκέφτομαι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsce.pto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκέ‐πτο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίασκέπτομαι, αόρ.: σκέφτηκα/σκέφθηκα, μτχ.π.ε.: σκεπτόμενος (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) άλλη μορφή του σκέφτομαι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σκέφτομαι για θέμα σκεπτ- & σκεφτ-
Σύνθετα
επεξεργασίαΣύνθετα του ρήματος, και δείτε τα συγγενικά τους
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκέπτομαι | σκεπτόμουν(α) | θα σκέπτομαι | να σκέπτομαι | ||
β' ενικ. | σκέπτεσαι | σκεπτόσουν(α) | θα σκέπτεσαι | να σκέπτεσαι | ||
γ' ενικ. | σκέπτεται | σκεπτόταν(ε) | θα σκέπτεται | να σκέπτεται | ||
α' πληθ. | σκεπτόμαστε | σκεπτόμαστε σκεπτόμασταν |
θα σκεπτόμαστε | να σκεπτόμαστε | ||
β' πληθ. | σκέπτεστε | σκεπτόσαστε σκεπτόσασταν |
θα σκέπτεστε | να σκέπτεστε | (σκέπτεστε) | |
γ' πληθ. | σκέπτονται | σκέπτονταν σκεπτόντουσαν |
θα σκέπτονται | να σκέπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκέφτηκα | θα σκεφτώ | να σκεφτώ | σκεφτεί | ||
β' ενικ. | σκέφτηκες | θα σκεφτείς | να σκεφτείς | σκέψου | ||
γ' ενικ. | σκέφτηκε | θα σκεφτεί | να σκεφτεί | |||
α' πληθ. | σκεφτήκαμε | θα σκεφτούμε | να σκεφτούμε | |||
β' πληθ. | σκεφτήκατε | θα σκεφτείτε | να σκεφτείτε | σκεφτείτε | ||
γ' πληθ. | σκέφτηκαν σκεφτήκαν(ε) |
θα σκεφτούν(ε) | να σκεφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκεφτεί | είχα σκεφτεί | θα έχω σκεφτεί | να έχω σκεφτεί | σκεπτόμενος | |
β' ενικ. | έχεις σκεφτεί | είχες σκεφτεί | θα έχεις σκεφτεί | να έχεις σκεφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκεφτεί | είχε σκεφτεί | θα έχει σκεφτεί | να έχει σκεφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκεφτεί | είχαμε σκεφτεί | θα έχουμε σκεφτεί | να έχουμε σκεφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκεφτεί | είχατε σκεφτεί | θα έχετε σκεφτεί | να έχετε σκεφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκεφτεί | είχαν σκεφτεί | θα έχουν σκεφτεί | να έχουν σκεφτεί |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκέπτομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | σκέπτομαι | |
Παρατατικός | ἐσκεπτόμην | |
Μέλλοντας | σκέψομαι | |
Αόριστος | ἐσκεψάμην | |
Παρακείμενος | ἔσκεμμαι | |
Υπερσυντέλικος | ἐσκέμμην | |
Συντελ.Μέλλ. | - |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱep- από μετάθεση της ρίζας *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) [1]
Ρήμα
επεξεργασίασκέπτομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα με σκοπ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱop-
- → δείτε τη λέξη σκοπός
θέμα με σκεπ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱep- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Στους αττικούς συγγραφείς ο ενεστώτας και ο παρατατικός αντικαθίστανται από το σκοπέω, ῶ και σκοπέομαι, οῦμαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σκέπτομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκέπτομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.