↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκεπτόμενος η σκεπτόμενη το σκεπτόμενο
      γενική του σκεπτόμενου της σκεπτόμενης του σκεπτόμενου
    αιτιατική τον σκεπτόμενο τη σκεπτόμενη το σκεπτόμενο
     κλητική σκεπτόμενε σκεπτόμενη σκεπτόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκεπτόμενοι οι σκεπτόμενες τα σκεπτόμενα
      γενική των σκεπτόμενων των σκεπτόμενων των σκεπτόμενων
    αιτιατική τους σκεπτόμενους τις σκεπτόμενες τα σκεπτόμενα
     κλητική σκεπτόμενοι σκεπτόμενες σκεπτόμενα
Και θηλυκό σκεπτομένη όπως στην αρχαία κλίση του σκεπτόμενος.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκεπτόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος σκέπτομαι (ρήμα χωρίς ενεργητική φωνή)

σκεπτόμενος, -η, -ο

  1. που σκέπτεται αυτή τη στιγμή ή σε κάποια στιγμή του παρελθόντος, που αναλογίζεται
    ⮡  Απομακρύνθηκε σκεπτόμενος τις πιθανές αντιδράσεις...
    ⮡  Το ανάγλυφο αυτό, βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης και είναι γνωστό ως σκεπτόμενη Αθηνά (ή «Αθηνά Σκεπτομένη» ή «Αθηνά προ στήλης»)
    ⮡  (ουσιαστικοποιημένο) για το άγαλμα του Ροντέν «Ο Σκεπτόμενος» (1882)
     συνώνυμα: συλλογισμένος
  2. ο διανοούμενος, το άτομο με παιδεία, που έχει γνώσεις, που προβληματίζεται
    ⮡  Είναι σκεπτόμενο άτομο (η μετοχή σε λειτουργία επιθέτου)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα