διανοούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διανοούμενος < ουσιαστικοποιημένη μετοχή ενεστώτα του ρήματος διανοούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
διανοούμενος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη διανοούμαι
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διανοούμενος | οι | διανοούμενοι |
γενική | του | διανοούμενου & διανοουμένου |
των | διανοούμενων & διανοουμένων |
αιτιατική | τον | διανοούμενο | τους | διανοούμενους & διανοουμένους |
κλητική | διανοούμενε | διανοούμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διανοούμενος αρσενικό (θηλυκό: διανοούμενη)
- ο λόγιος, ο πνευματικός άνθρωπος, ο στοχαστής, ο ακαδημαϊκός, ο μελετητής, ο σκεπτόμενος, ο μορφωμένος, ο γνώστης, αυτός που έχει βαθιά γνώση και κριτική ικανότητα, στοχαστικός αναλυτής, φιλόσοφος με την ευρύτερη σημασία του όρου
- ※ Περπατημένος, γκόμενος, διανοούμενος, χαρισματικός, δαιμόνιος, ζωηρός, εξωστρεφής, αλητάμπουρας τότε, «μεταμοντέρνος κύριος» τώρα, με τρόπους καλής κοινωνίας, μελετημένους ενδελεχώς (Αλέξης Σταμάτης, Κυριακή, εκδ. Καστανιώτη, 2011)
- ※ ο αλυτρωτικός εθνικισμός, που αποτέλεσε τον πυλώνα του ιδεολογικού εποικοδομήματος και τον γνώμονα χάραξης της εξωτερικής πολιτικής των βαλκανικών χωρών κατά τον «μακρό» 19ο αιώνα, έπαυσε να κατευθύνει τις επιλογές των ιθυνόντων και των αστών διανοουμένων των κρατών της Βαλκανικής στον Μεσοπόλεμο (Σπυρίδων Πλουμίδης, Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια: Ο «γεωργικός εθνικισμός» στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία (1927-1946), εκδ. Πατάκης, 2013)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διανοούμενος