διανοούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διανοούμενος | οι | διανοούμενοι |
γενική | του | διανοούμενου & διανοουμένου |
των | διανοούμενων & διανοουμένων |
αιτιατική | τον | διανοούμενο | τους | διανοούμενους & διανοουμένους |
κλητική | διανοούμενε | διανοούμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διανοούμενος < ουσιαστικοποιημένη μετοχή ενεστώτα του ρήματος διανοούμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιανοούμενος αρσενικό (θηλυκό: διανοούμενη)
- ο λόγιος, ο πνευματικός άνθρωπος, ο στοχαστής, ο ακαδημαϊκός, ο μελετητής, ο σκεπτόμενος, ο μορφωμένος, ο γνώστης, αυτός που έχει βαθιά γνώση και κριτική ικανότητα, στοχαστικός αναλυτής, φιλόσοφος με την ευρύτερη σημασία του όρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία διανοούμενος