Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μορφωμένος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Αντώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
μορφωμέν
ος
μορφωμέν
η
μορφωμέν
ο
γενική
μορφωμέν
ου
μορφωμέν
ης
μορφωμέν
ου
αιτιατική
μορφωμέν
ο
μορφωμέν
η
μορφωμέν
ο
κλητική
μορφωμέν
ε
μορφωμέν
η
μορφωμέν
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
μορφωμέν
οι
μορφωμέν
ες
μορφωμέν
α
γενική
μορφωμέν
ων
μορφωμέν
ων
μορφωμέν
ων
αιτιατική
μορφωμέν
ους
μορφωμέν
ες
μορφωμέν
α
κλητική
μορφωμέν
οι
μορφωμέν
ες
μορφωμέν
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
μορφωμένος
< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος
μορφώνω
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
moɾ.foˈme.nos
/
Μετοχή
Επεξεργασία
μορφωμένος, -η, -ο
που έχει
μορφωθεί
Συνώνυμα
Επεξεργασία
γραμματιζούμενος
(
λαϊκότροπο
)
καλλιεργημένος
πεπαιδευμένος
(
λόγιο
)
σπουδαγμένος
Αντώνυμα
Επεξεργασία
αμόρφωτος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
μορφωμένος
γαλλικά
:
cultivé
(fr)
,
éduquer
(fr)