μορφωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moɾ.foˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαμορφωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μορφώνω: που έχει μορφωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Όροι με μορφωμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μορφωμένος