• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

συμμορφωμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική συμμορφωμένος συμμορφωμένη συμμορφωμένο
γενική συμμορφωμένου συμμορφωμένης συμμορφωμένου
αιτιατική συμμορφωμένο συμμορφωμένη συμμορφωμένο
κλητική συμμορφωμένε συμμορφωμένη συμμορφωμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική συμμορφωμένοι συμμορφωμένες συμμορφωμένα
γενική συμμορφωμένων συμμορφωμένων συμμορφωμένων
αιτιατική συμμορφωμένους συμμορφωμένες συμμορφωμένα
κλητική συμμορφωμένοι συμμορφωμένες συμμορφωμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συμμορφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμμορφώνω, συμμορφώνομαι

  ΜετοχήΕπεξεργασία

συμμορφωμένος, -η, -ο

  • {{βλ|συμμορφώνω]], [[συμμορφώνομαι}}

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    συμμορφωμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συμμορφωμένος&oldid=4760965"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 21:37

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 21:37.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie