συμμορφωμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμμορφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμμορφώνω, συμμορφώνομαι
ΜετοχήΕπεξεργασία
συμμορφωμένος, -η, -ο
- {{βλ|συμμορφώνω]], [[συμμορφώνομαι}}
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συμμορφωμένος