Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμορφωμένος η διαμορφωμένη το διαμορφωμένο
      γενική του διαμορφωμένου της διαμορφωμένης του διαμορφωμένου
    αιτιατική τον διαμορφωμένο τη διαμορφωμένη το διαμορφωμένο
     κλητική διαμορφωμένε διαμορφωμένη διαμορφωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμορφωμένοι οι διαμορφωμένες τα διαμορφωμένα
      γενική των διαμορφωμένων των διαμορφωμένων των διαμορφωμένων
    αιτιατική τους διαμορφωμένους τις διαμορφωμένες τα διαμορφωμένα
     κλητική διαμορφωμένοι διαμορφωμένες διαμορφωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμορφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμορφώνω

  Μετοχή επεξεργασία

διαμορφωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία