διαμορφωμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαμορφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαμορφώνω
ΜετοχήΕπεξεργασία
διαμορφωμένος, -η, -ο
- που έχει διαμορφωθεί
- Αποτελεί προσχέδιο, δεν είναι ακόμα διαμορφωμένο όπως θα ήθελα
- Η προσωπικότητά του δεν είναι διαμορφωμένη -είναι ακόμα έφηβος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαμορφωμένος