πεπαιδευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεπαιδευμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεπαιδευμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παιδεύω με αναδιπλασιασμό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.pe.ðevˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίαπεπαιδευμένος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεπαιδευμένος
|