πεπαιδευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεπαιδευμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεπαιδευμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παιδεύω με αναδιπλασιασμό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.pe.ðevˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίαπεπαιδευμένος, -η, -ο
- (λόγιο) που έχει λάβει παιδεία, μορφωμένος
- ※ Προς διδάσκαλον καί πάντα πεπαιδευμένον ἂνδρα: ... Κύριε (δεῑνα), Την Ὑμετέραν Σοφολογιότητα μὲ σέβας προσκυνῶ, καὶ ἀσπάζομαι (Ἐπιστολάριον περιέχον διαφόρους τύπους ἐπιστολών, πάνυ χρησίμους εἰς ὁποιανδήποτε ἀνθρωπίνην κατάστασιν και περίστασιν του βίου. Μεταρρυθμισθέν και ... ἐπαυξηθέν, Ἐκδοσις πέμπτη, Βενετία, εκ του ελληνικού τυπογραφείου Ο Φοίνιξ, 1875, σελ. 26 [1])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεπαιδευμένος
|