Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σέβας τα σέβη
      γενική
    αιτιατική το σέβας τα σέβη
     κλητική σέβας σέβη
Δείτε και τον πληθυντικό σεβάσματα.
όπως «ελλειπτικά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέβας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σέβας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tyegʷ- (αποσύρομαι, οπισθοχωρώ, αφήνω μόνο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέβας ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)

  1. ο σεβασμός (ιδιαίτερα απέναντι σε ανθρώπους μεγαλύτερους σε ηλικία ή με ανώτερη θέση)
  2. (στον πληθυντικό) τα σέβη μου!: τιμητικός χαιρετισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη σέβω

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέβας ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό) (απαντά μόνο σε ονομ., αιτ. και κλητ. ενικού)

  1. φόβος μαζί με σεβασμό, συναίσθημα φόβου, συστολή
  2. δέος, θαυμασμός
  3. τιμή, που αποδίδεται σε κάποιον
  4. αντικείμενο θαυμασμού, σεβασμού
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 545 (545-548)
    πρὸς τάδε τις τοκέων σέβας εὖ προτίων | καὶ ξενοτίμους | ἐπιστροφὰς δωμάτων | αἰδόμενός τις ἔστω.
    κι έτσι λοιπόν απ᾽ όλα πριν | σέβας γονιού ας κρατάει κανείς | και μες στα στήθια του ας τιμά | τους νόμους της ξενίας πιστά.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σέβω

Εκφράσεις επεξεργασία

  • σέβας ἐμπόρων: λόφος που είχε ανεγερθεί προς τιμήν νεκρού και χρησίμευε ως σημείο ένδειξης της οδού ή της χώρας
    ※  5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Ἄλκηστις, 995-999
    μηδὲ νεκρῶν ὡς φθιμένων χῶμα νομιζέσθω | τύμβος σᾶς ἀλόχου, θεοῖσι δ᾽ ὁμοίως | τιμάσθω, σέβας ἐμπόρων.
    Όχι, για τάφος νεκρού να μη λογιέται | ποτέ της δικής σου γυναίκας το μνήμα· όπως θεούς | προσκυνούν, οι διαβάτες κι εκείνο να το τιμούν·
    Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr

  Πηγές επεξεργασία